παρελογίσω

παρελογίσω
παραλογίζομαι
aor ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”